- ροδίζω
- ροδίζω, ρόδισα, ροδισμένος βλ. πίν. 33
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ροδίζω — ῥοδίζω ΝΜΑ [ῥόδον] 1. παίρνω ή έχω το χρώμα τού ρόδου, είμαι ή γίνομαι τριανταφυλλής (α. «ο ουρανός ροδίζει» β. ερόδισε η Ανατολή» γ. «ἐπέδειξε τὸν ροδίζοντα λωτόν», Αθήν.) 2. δίνω σε κάποιον ή σε κάτι το χρώμα τού ρόδου νεοελλ. (για εδέσματα)… … Dictionary of Greek
ροδίζω — ισα, παίρνω ή έχω το χρώμα του τριαντάφυλλου, κοκκινίζω: Άρχισε να ροδίζει (το πρωί, λίγο πριν ανατείλει ο ήλιος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥοδίζει — ῥοδίζω to be like the rose pres ind mp 2nd sg ῥοδίζω to be like the rose pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδίζον — ῥοδίζω to be like the rose pres part act masc voc sg ῥοδίζω to be like the rose pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδίζοντα — ῥοδίζω to be like the rose pres part act neut nom/voc/acc pl ῥοδίζω to be like the rose pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδίζουσι — ῥοδίζω to be like the rose pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ῥοδίζω to be like the rose pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδίσαι — ῥοδίζω to be like the rose aor inf act ῥοδίσαῑ , ῥοδίζω to be like the rose aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδιζούσης — ῥοδίζω to be like the rose pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδιῶν — ῥοδίζω to be like the rose fut part act masc nom sg (attic epic doric) ῥοδιή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥοδίζειν — ῥοδίζω to be like the rose pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)